- περιχώννυμι
- βλ. περιχώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχώνω — περιχώννυμι, ΝΜΑ περικαλύπτω με χώμα, συσσωρεύω χώμα ολόγυρα σε κάτι αρχ. 1. φράζω, αποκλείω με επιχωμάτωση 2. παθ. περιχώννυμαι καλύπτομαι τελείως («περιχωσθῆναι τοῑς τοξεύμασιν» Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
περίχωμα — τὸ, Α [περιχώννυμι] ανάχωμα αγρού για προστασία από πλημμύρες … Dictionary of Greek
περίχωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιχώννυμι] 1. η κάλυψη με χώμα γύρω γύρω 2. ανέγερση περιχώματος … Dictionary of Greek